άκρο

άκρο
το (Α ἄκρον)
1. το ακραίο, το έσχατο ή το υψηλότερο σημείο ενός πράγματος ή τόπου, η άκρη
2. μτφ. το υπέρτατο σημείο, ο ανώτατος βαθμός, το όριο, και νεοελλ. συνεκδ. υπερβολή, ακρότητα
νεοελλ.
1. στον πληθ. τα άκρα* (άνω και κάτω), τα ακραία μέλη (δηλ. τα χέρια και τα πόδια) τού σώματος
2. φρ. «άνθρωπος τών άκρων», αυτός που δεν γνωρίζει τη μέση οδό, υπερβολικός, ασυμβίβαστος, άκαμπτος
(επιρρ. φρ.) «απ' άκρου εις άκρον», σε όλη την έκταση, «πέρα για πέρα»
«τα (δύο) άκρα (αντίθετα)», για ανθρώπους που δεν συμφωνούν σε τίποτε, που έχουν εντελώς διαφορετικούς χαρακτήρες
«το άκρον άωτον», μτφ. το κατ' εξοχήν, το υπέρτατο, το πιο υπερβολικό, το ζενίθ
«φτάνω στα άκρα» και «πιάνω τα άκρα», παραφέρομαι, φτάνω σε ένα σημείο απ' όπου δεν μπορώ να υποχωρήσω
μσν.-αρχ.
τα όρια μιας χώρας, σύνορο
αρχ.
1. κορυφή όρους
2. άκρη γης, ακρωτήριο
στον πληθ. τὰ ἄκρα
3. τα ύψη
4. το έσχατο μέρος, εσχατιά, πέρας
5. (για πρόσωπα) καύχημα, καμάρι, μεγαλείο
6. (στην Αριστοτέλεια Λογική) ο μείζων και ο ελάσσων όρος συλλογισμού (σε αντίθ. με το μέσον*)
7. οι δύο άκροι όροι μιας αναλογίας (βλ. και ἄκρος)
8. «ἄκρα νάων» — τα ακρόπρωρα
9. «ἄκρα χειρῶν» — τα χέρια
10. «δρυὸς ἄκρα» — τα ακρόδρυα*
11. φρ. «ἄκρα φέρομαι», κερδίζω βραβείο
«εἰς ἄκρον», υπερβολικά, μέχρι υπερβολής
«ἐξ ἄκρων» (και «ἐπ' ἄκροις»), στο τέλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουσιαστικοποιημένο ουσ. τού επιθ. ἄκρος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ακρο- — (I) Γλωσσ. α συνθετικό πλήθους συνθέτων τής Ελληνικής, αρχαίας και νέας, προερχόμενο από το επίθ. ἄκρος* ή τους ουσιαστικοποιημένους τύπους τού επιθέτου ἄκρα, η και ἄκρον, το. Τα σύνθετα τής κατηγορίας αυτής (ακρο Ι) σημαίνουν γενικά «τον… …   Dictionary of Greek

  • άκρο(ν) — το (το ουδ. του επιθ. άκρος που χρησιμοποιείται ως ουσ.) 1. το τελευταίο σημείο, η άκρη: Από το ανατολικό άκρο της πόλης περνά η εθνική οδός. 2. το ανώτατο όριο, το κορύφωμα: Εκείνη τη στιγμή ήταν «εις άκρον» λυπημένος. 3. υπερβολή, ακρότητα:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακρ ή άκρο — (acre). Αγγλοσαξονική μονάδα επιφάνειας, με ποικίλες κατά τόπους αντιστοιχίες προς το δεκαδικό σύστημα. Η λέξη είναι νορμανδικής προέλευσης και δεν έχει καμία σχέση με την ελληνική λέξη άκρο. Η λέξη αυτή παράγεται από το aecer, που σημαίνει… …   Dictionary of Greek

  • ακροφύσιο — Άκρο από το οποίο εξέρχεται ο αέρας ενός φυσερού ή μιας φυσούνας. Τα α. είναι κυρίως κατάλληλα διαμορφωμένοι σωλήνες με στενή έξοδο ώστε το ρευστό (ο αέρας ή το καύσιμο κλπ.) να ρέει με μεγάλη ταχύτητα μέσα σε άλλο ρευστό για να επιτυγχάνεται… …   Dictionary of Greek

  • κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… …   Dictionary of Greek

  • κορώνη — I Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.668 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο της δυτικής ακτής του Μεσσηνιακού κόλπου, 52 χλμ. ΝΔ της Καλαμάτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορώνης. Ιστορία. Η Κ …   Dictionary of Greek

  • μηλέα — Ονομασία δεκαεπτά οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 800 μ., 80 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναυπακτίας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, 93 χλμ. ΒΑ της πόλης του Μεσολογγίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • θερμόμετρο — Κάθε όργανο κατάλληλο για τη μέτρηση της θερμοκρασίας. Τα περισσότερα θ. βασίζονται στη διαστολή των σωμάτων με την αύξηση της θερμοκρασίας. Τα σύγχρονα θ. βασίζονται όλο και περισσότερο στη μεταβολή της ηλεκτρικής αγωγιμότητας ειδικών ημιαγωγών… …   Dictionary of Greek

  • λαγκάδα — Ονομασία δεκατριών οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 350 μ., 122 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βάλτου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μενιδίου. Στη διάρκεια της Επανάστασης του 1821 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”